

Η Διαμεσολάβηση είναι η αναζήτηση, από τα αντιμαχόμενα μέρη σε μια διαφορά, μιας συμβιβαστικής λύσης μέσω κοινά αποδεκτής διαδικασίας και σε ουδέτερο τόπο, παρουσία και με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή. Έτσι διασφαλίζεται η επίλυση της διαφοράς ταχύτερα και οικονομικότερα σε σύγκριση με τις παραδοσιακές, ενώπιον δικαστηρίων, διαδικασίες, και επιπλέον διαφυλάσσονται οι επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων σε αυτή επιχειρήσεων. Πρόκειται για τις λεγόμενες “win–win situations”, όπου με την επίλυση της διαφοράς έχουν όφελος και οι δύο πλευρές.
Στη διαδικασία αυτή κεντρικό ρόλο κατέχει ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος, λόγω των ιδιαιτέρων τεχνικών που χρησιμοποιεί, ενεργεί ως καταλύτης και επιτρέπει, συχνά στο διάστημα μιας ημέρας, την επίλυση της διαφοράς, ακόμα και όταν οι προηγηθείσες διαπραγματεύσεις, είτε μεταξύ των ίδιων των μερών είτε μεταξύ των δικηγόρων τους, αποτύχουν.
Όπως η διεθνής εμπειρία τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ έχει δείξει, η Διαμεσολάβηση, όταν διενεργείται από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο διαμεσολαβητή που τις περισσότερες φορές είναι δικηγόρος, επιτρέπει στα μέρη να εξαλείψουν τα εμπόδια της μεταξύ τους επικοινωνίας, να συζητήσουν τα θέματα που τους απασχολούν, να λύσουν παρεξηγήσεις, να καθορίσουν τα βασικά συμφέροντα ή τις ανησυχίες τους, να βρουν πεδία συμφωνίας και να ενσωματώσουν τη συμφωνία τους σε κοινό κείμενο.
Το Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας ιδρύθηκε στην Αθήνα με την απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μελών του Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιρειών & Ε.Π.Ε. της 30 Μαρτίου 2006. Από το 2010 λειτουργεί με τη μορφή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας στην οποία εταίροι είναι 15 δικηγόροι – διαμεσολαβητές και ο Σύνδεσμος ΑΕ και ΕΠΕ.
Το Κέντρο στοχεύει:
- να φέρει σε επαφή τις επιχειρήσεις και το ελληνικό δικαστικό σύστημα με τη διαμεσολάβηση και να τους επιτρέψει να την κατανοήσουν,
να παρέχει στις επιχειρήσεις μία απλή και οικονομική μέθοδο διευθέτησης των διαφορών τους σε ένα περιβάλλον που οδηγεί στο διάλογο και διασφαλίζει την επαγγελματικότητα, - να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για τη Διαμεσολάβηση χρησιμοποιώντας διαμεσολαβητές επιλεγμένους από το Κέντρο με τα απαραίτητα προσόντα, οι οποίοι να επωφελούνται αμοιβαία από την εμπειρία ο ένας του άλλου,
να προωθήσει την εφαρμογή στην Ελλάδα των εναλλακτικών μεθόδων επιλύσεως των διαφορών, στις οποίες περιλαμβάνονται η διαμεσολάβηση και η διαιτησία. - Το Κέντρο Διαμεσολάβησης διασφαλίζει την εφαρμογή και παρακολουθεί την εξέλιξη της διαμεσολάβησης προτείνοντας ένα αμερόληπτο και ανεξάρτητο πρόσωπο εξοικειωμένο με τις σχετικές τεχνικές : τον διαμεσολαβητή.
Σε ουδέτερο τόπο, με την βοήθεια του διαμεσολαβητή και παρουσία των δικηγόρων τους, οι επιχειρήσεις έχουν την δυνατότητα να εκθέσουν τα αιτήματά τους και να επιτύχουν ένα φιλικό διακανονισμό της διαφοράς τους με απόλυτη εχεμύθεια.
Η επιλογή της διαμεσολάβησης, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της, προσφέρει τα παρακάτω πλεονεκτήματα:
- εύκολη πρόσβαση
- ευέλικτη, γρήγορη και εμπιστευτική διαδικασία
- εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος
- δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι - κερδίζουν και τα δύο μέρη
- η λύση διαμορφώνεται στα μέτρα των ‘πελατών’
- αποφεύγεται η αντιδικία
- υπάρχει η βοήθεια αμερόληπτων και ικανών διαμεσολαβητών
- είναι μια μη δεσμευτική διαδικασία. Τα μέρη είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν όποτε το επιθυμούν. Εντούτοις, είναι προς το συμφέρον τους να προσεγγίσουν τη διαμεσολάβηση με διάθεση να θέσουν τέρμα στη μεταξύ τους διαφορά εντός του προσδιορισμένου χρόνου.
- δεν θίγονται τα δικαιώματα των μερών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καταφύγουν σε δικαστήριο, εκτός βέβαια αν η διαμεσολάβηση καταλήξει σε συμφωνία.
H διαμεσολάβηση διεξάγεται από έναν αμερόληπτο και ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο, τον διαμεσολαβητή.
Αρχίζει με μια κοινή συνάντηση στην οποία τα μέρη αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την διαδικασία της διαμεσολάβησης παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη διαφορά. Η κοινή συνάντηση ακολουθείται
από χωριστές συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και κάθε μέρους. Αυτό επιτρέπει σε κάθε πλευρά να εξηγήσει εμπιστευτικά τη θέση και τους στόχους της για τη διαμεσολάβηση.
Στις συναντήσεις εμφανίζονται τα μέρη ή οι εκπρόσωποί τους, με ή χωρίς τους συμβούλους τους, με πλήρη όμως εξουσιοδότηση να διαπραγματευθούν και να αποφασίσουν.
Οι χωριστές συναντήσεις διεξάγονται σε αυστηρά εμπιστευτική βάση. Τα έγγραφα και οι πληροφορίες που δίδονται στο διαμεσολαβητή αφορούν μόνο τον ίδιο και η αποκάλυψη του περιεχομένου τους στο άλλο μέρος δεν επιτρέπεται χωρίς τη συναίνεση του μέρους στο οποίο ανήκουν.
Η διαμεσολάβηση αφήνει την εξουσία της απόφασης καθαρά στα μέρη. Ο διαμεσολαβητής δεν αποφασίζει τι είναι δίκαιο ή σωστό, δεν είναι ούτε δικαστής ούτε διαιτητής, αλλά ενεργεί ως καταλύτης, σκοπός του οποίου είναι να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, ώστε τα μέρη να καταλήξουν σε λύση στη διαφορά τους.
Κατά κανόνα, ο διαμεσολαβητής εκφράζει την άποψή του μόνο όταν ομόφωνα του ζητηθεί.
Η συμφωνία που επιτυγχάνεται μεταξύ των μερών στο τέλος της διαμεσολάβησης συντάσσεται εγγράφως και υπογράφεται από τα μέρη. Το συμφωνητικό μπορεί να περιλαμβάνει όχι μόνο ό,τι συμφωνήθηκε για τη χρηματική αποζημίωση (αν αυτή υπήρχε) αλλά, για παράδειγμα, και πρόβλεψη για μελλοντικές επιχειρηματικές προσπάθειες, ένα νέο συμβόλαιο με νέους όρους κ.λπ.